- παθολογικός
- η , ό[ν] патологический
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
παθολογικός — treating of feeling masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παθολογικός — ή, ό (Α παθολογικός, ή, όν) [παθολογία] νεοελλ. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην παθολογία ή στον παθολόγο («παθολογική εξέταση») αρχ. 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στα πάθη 2. το ουδ. ως ουσ. τὸ παθολογικόν ο κλάδος τής επιστήμης που… … Dictionary of Greek
παθολογικός — ή, ό επίρρ. ά αυτός που αναφέρεται στην παθολογία, που έχει σχέση με πάθηση: Αυτό το βήξιμο είναι παθολογικό … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
παθολογικόν — παθολογικός treating of feeling masc acc sg παθολογικός treating of feeling neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αποκόλληση — Παθολογικός αποχωρισμός ιστών στα μέρη με τα οποία συνδέονται ή συμφύονται φυσιολογικά. Οι α. μπορεί να παρατηρηθούν σε διάφορα σημεία του οργανισμού, στο δέρμα, στο περιόστεο κλπ. α. των επιφύσεων στα παιδιά.Πάθηση κατά την οποία προκαλείται… … Dictionary of Greek
παθολογικῷ — παθολογικός treating of feeling masc/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
νεκροφοβία — η ιατρ. φόβος, συνήθως παθολογικός, για τους νεκρούς, ο οποίος διακρίνεται από τη θανατοφοβία, η οποία είναι παθολογικός φόβος για τον θάνατο. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. necrophobia < necro (< νεκρός) + phobia (< φοβία <… … Dictionary of Greek
patológico — ► adjetivo 1 BIOLOGÍA, MEDICINA De la patología o de las enfermedades de los seres vivos. 2 MEDICINA Que constituye una enfermedad. * * * patológico, a (del gr. «pathologikós») adj. Med. Se aplica a lo que constituye enfermedad. ≃ Morboso. * * *… … Enciclopedia Universal
αιματοφοβία — η παθολογικός φόβος που έχει κάποιος στη θέα τού αίματος. [ΕΤΥΜΟΛ. < hemophobia, νεολατιν. επιστημον. όρος, ελληνογενής < hemo (< αίμα) + phobia (< λατ. phobia < ελλ. φόβος] … Dictionary of Greek
ακαρεοφοβία — η Ιατρ. παθολογικός φόβος για την ψώρα. Εμφανίζεται λόγω ψευδαισθήσεων και στους κοκαϊνομανείς. [ΕΤΥΜΟΛ. < ακάρεα* + φοβία* απόδοση στα Ελληνικά ξεν. όρου, πρβλ. acarophobia, νεολατιν. επιστημον. όρος, ελληνογενής < acaro (< νεολατιν.… … Dictionary of Greek
αλλότριος — ια, ιο (Α ἀλλότριος, ία, ιον) 1. αυτός που ανήκει σε άλλον, που είναι κτήμα άλλου (αντίθετα αρχ. ἴδιος, νεοελλ. (ι)δικός (μου) 2. (ο πληθυντικός ουδετέρου ως ουσιαστικό) τὰ ἀλλότρια (αρχ. και με κράση τἀλλότρια) αυτά που ανήκουν σε άλλους, η ξένη … Dictionary of Greek